Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Αποζερινά αρώματα

Δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα της Καστοριάς ΟΔΟΣ
ΑΠΟΖΕΡΙΝΑ ΑΡΩΜΑΤΑ της Μπέσσης Μιχαήλ

Το  Γ ΄ Δημοτικό Σχολείο  10s  1950
Σπαράγματα μνήμης Μια παιδική ηλικία γεμάτη εικόνες ομορφιάς σαν όλες τις αρχέτυπες πατρίδες του νου. Και φυλαγμένες σαν ακριβό κρασί που το άρωμά του γίνεται πολυτιμότερο με τα χρόνια, την απόσταση κι ίσως τη σύγκριση, με το δύσκολο παρόν του ατομισμού. Σταγόνες από καθαρά, διαμαντένια μέσα στο χρόνο αρώματα μνήμης άλλου τόπου, άλλων ανθρώπων, άλλων στιγμών...

Αναβλύζει στην επιφάνεια πρωταρχικά, σαν ζεστό κύμα νοσταλγίας η ευωδιά της ακακίας την όψιμη άνοιξη, όταν τα πανέμορφα λευκά τσαμπιά λουλουδιών, γέμιζαν την ατμόσφαιρα με το διακριτικό άρωμά τους. Η δεντροστοιχία με τις λεπτόκορμες φιγούρες των δέντρων στα άκρα του πλακόστρωτου, έφθανε ως το σπίτι του άλλου Νταή, στολίζοντας το δρόμο με τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια που θαρρείς και στεκόταν σε παράταξη τακτική και νοικοκυρεμένη.

Η «γειτονιά» στα παιδικά μάτια, άρχιζε από το σπίτι της θείας Γλυκερίας του Ρέζα και περιλαμβάνοντας την αλάνα μπροστά στο σπίτι των αδελφών Καραβέλλη, το παλιό τζαμί με τον πεσμένο μιναρέ που παίζαμε κρυφτό, το τρίτο δημοτικό σχολείο, συνέχιζε στο δικό μας, της Γούλενας (που σήμερα το βλέπω μόνο με τα μάτια της φαντασίας όπως και το παλιό της γιαγιάς Γλυκερίας απέναντι).Τα υπόλοιπα σπίτια, του Νταή, του Οικονομίδη, του Μυλωνά, του Νάντσιου, στέκονται αρχοντικά μέσα στη σχετική μοναχική αταραξία τους, προκαλώντας ευχαρίστηση γιατί υπάρχουν κι ανεπαίσθητο σφίξιμο «για πόσο ακόμη», που επιτείνεται αφόρητα από το παρακμιακό 4όροφο έκτρωμα στον κήπο του Μυλωνά. Το παλιό του άλλου Οικονομίδη δεν υπάρχει πια, ενώ του Σιώμκου κρατά ακόμη και της κυρίας Νταή άλλαξε, πνιγμένο στο άγριο πράσινο και τη παρακμή…

Στην παιδούλα του τότε, οι ακακίες προκαλούσαν κυρίως αγανάκτηση για τα φύλλα που πλημμύριζαν την πλακόστρωτη είσοδο του σπιτιού. Η δουλειά μου ήταν να τα σκουπίζω, αποσπώντας με από το σαφώς πιο επιθυμητό παιδικό παιχνίδι. Δεν ξέρω γιατί ξεχωρίζω το άρωμα της ακακίας από τα αρώματα που πάντα γέμιζαν την ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Ίσως συνδυάζω τη διακριτικότητα του αρώματος με την ευγενική, αξιοπρεπή διακριτικότητα της εποχής, τουλάχιστον έτσι όπως τη θυμάμαι. Και που κάπως προσωποποιούνταν με διαβαθμίσεις και παραλλαγές ανάλογα με την εκφραστικότητα του καθενός σε όλους τους γείτονες. Θυμάμαι σκόρπια και μόνο επιστρατεύοντας την ανόθευτη παιδική αντίληψη πώς προσλάμβανα όλους, οικογένεια και άλλους. Μαμά, μπαμπάς, θεία Ιφιγένεια, θείος Χρηστάκης, παππούς, γιαγιά, οι πυλώνες αναφοράς της μικρής ζωής, οι «εμείς», μένουν στο απυρόβλητο των χαρακτηρισμών καθώς η πολλαπλή παρουσία στη μνήμη είναι μόνιμα πλουσιότερη.

Οι άλλοι όμως, προκαλούσαν διάφορες εντυπώσεις που παραμένουν ζωντανές σαν αποτυπωμένες εικόνες μιας παροδικής φωτογράφησης. Ανασύρεται λοιπόν κάθε φορά μια εικόνα και βλέπω τον ψηλό, ευγενικό θειο- Δήμο, να περνά, ντυμένος με τα ιδιόρρυθμα γκολφ παντελόνια του, πάντα με τη συνοδεία του Μαξ του πιστού σκύλου του και γελαστός να μου λέει, «μπράβο παιδί μου που βοηθάς τη μαμά»... Ήταν πολύ φυσικό να πιστέψω, όταν μεγαλύτερη έμαθα ότι πέθανε, πως ο Μαξ επισκεπτόταν κάθε μέρα το μνήμα του, μέχρι το δικό του θάνατο. Η διακριτική παρουσία, το άρωμα της αξιοπρέπειας, ήταν το χαρακτηριστικό των περισσότερων «μεγάλων» της γειτονιάς σαν άρωμα ανθρώπινης παρουσίας.
Ξεχωρίζω τον άμεσο γείτονα κύριο Γαβριήλ με το βροντερό γέλιο και την καλή διάθεση για παρέα στις βεγγέρες, την γλυκειά κυρία Αθηνά. Την κεφάτη συνήθως, χαμογελαστή, πάντα με καλή διάθεση κυρία Ντότα και τον ήσυχο κ. Χρυσό, ως την κάπως πιο περίφροντι και πάντα καλά τυλιγμένη σε ζεστά ρούχα αδελφή της κυρία Ευγενία, που τώρα θυμάμαι, σπάνια έβλεπα δίπλα στον σοβαρό ψηλό και κάπως απόμακρο κ. Οικονομίδη. Από τον φύλακα – άγγελο μας κυρ-Μπόση και την γυναίκα του που δεν μιλούσε πολύ, ως την αρχοντική κυρα-Ναστασούλα που όλο και κάποιο κέρασμα έκρυβε η τσέπη της κάτασπρης ποδιάς της (αμερικάνικες «μαστίχες» ίσως) και τον κυρ –Αχίλλη που μας μάλωνε όταν πατούσαμε κατά λάθος την άψογη χλόη του. Από την όλο ζωντάνια κυρά Ασπασία και τον συμπαθέστατο κύριο Αντίγονο, την όμορφη κυρία Ευτέρπη και τον σοβαρό κύριο Τζήμα, ως την άλλη οικογένεια Οικονομίδη, ευγενέστατο ζευγάρι, δίπλα στο σπίτι του Σταυράκη και της κ. Καλλιόπης, που μας συμβούλευε να πηγαίνουμε στο κατηχητικό… Ο Σταυράκης, που ενώ ήταν στην ηλικία μας, δεν τον πολυβλέπαμε, ίσως βοηθούσε τον πατέρα του.Η «παρέα» ήμασταν κυρίως εγώ, αγοροκόριτσο σωστό, ο Βασιλάκης, συνήθως με κάποια τιμωρία για κάποια ζαβολιά, η αχώριστη τριάδα τα τρία Κουκλιά η Καλυψώ, η Θέλμα κι η Ρίτσα και ο ντροπαλός Κοσμάς. Τα μεγαλύτερα από μας παιδιά της γειτονιάς, έφηβοι μάλλον, ήταν όλα κορίτσια. Τα δίδυμα Τζημάκια, η δική μας ξαδέλφη Κική και η Σάσα. Όπως ήταν φυσικό, μας σνόμπαραν λίγο, αυτές οι μεγάλες, και η μόνη ανάμνηση που έχω να συμμετέχουμε κι εμείς τα μικρά, νομίζω με πρωτοβουλία της Σάσας, ήταν σ’ ενα κλείδωνα. Στον κάτω κήπο του σπιτιού, θυμάμαι όλοι μαζί στολίσαμε το δεντράκι με φρούτα, καΐσια, ρίκια και κεράσια, κι ήπιαμε από ένα γκιούμι το αμίλητο νερό...

Ενώ αντίθετα, η προηγούμενη γενιά των πιο μεγάλων νέων, που ήταν αρκετά πολυπληθέστερη, έκαναν γούστο εμάς τα μικρά. Ήταν οι πέντε θειοί μου κι η θεία μου, αδέλφια της μαμάς, ο Γιαννάκης, τα τέσσερα παιδιά του Αλβανού (η Κατίνα ήταν ήδη παντρεμένη στη Θεσσαλονίκη), τα 4 παιδιά του ενός Οικονομίδη, και τα 2 του άλλου, τα 4 του Νάντσιου, ένα σύνολο από περίπου 20 νέα άτομα, που συχνά τα αγόρια πηγαινοερχόταν σε στρατό, σπουδές, ή οι μεγαλύτεροι στη ξενιτιά, πάντα όμως υπήρχαν τα κορίτσια κι αρκετοί τα καλοκαίρια που γέμιζαν με ζωή την γειτονιά…

Τα αρώματα και η ποικιλία τους καθόριζαν πολύ καθαρά κάθε εποχή, στην γειτονιά της ευλογημένης παιδικότητάς μου...Ήταν οι πασχαλιές πρώτες, που διαπότιζαν την ατμόσφαιρα από την είσοδο του νεοκλασικού της Γούλενας, το γενέθλιο σπίτι μου. Εκεί, πλάι στα σκαλιά δίπλα στη κυδωνιά, προμηνούσαν το Πάσχα, όταν το σπίτι πλημμύριζε από το εκμαυλιστικό άρωμα των τσουρεκιών που ψηνόταν και που αποτελούσαν τη πρώτη μεγάλη γιορτή της άνοιξης της όσφρησης και της καρδιάς. Κι έχω πάντα στη καρδιά μου τη μυρωδιά των αναμένων κεριών καθώς κατεβαίναμε φαντασμαγορικά από τον Αη-Γιώργη μετά την Ανάσταση...

Ήταν, αμέσως μετά, το διακριτικά βαρύ άρωμα από τα ζουμπούλια της κυρ-Ασπασίας, τα πρώτα λουλούδια του πρώιμου καλοκαιριού που γέμιζαν τις μέρες με ομορφιά στα πολύχρωμα παρτέρια και τις βραδιές με το άρωμά τους. Τα ζουμπούλια, που κάθε φορά η όψη ή το άρωμα ξαναφέρνει τη χαμογελαστή ανάμνηση: μια χρονιά τα ξεριζώσαμε όλα εγώ κι ο Βασιλάκης για να στολίσουμε το κοτέτσι του κυρ-Μπόση που είχαμε μετατρέψει σε θέατρο για τον αυτοσχέδιο Καραγκιόζη μας... Το πληρώσαμε ακριβά το χουνέρι μας, με κάμποσο ξύλο, που για κάποιο λόγο το θεωρώ ακόμη ηρωικά ακριβοδίκαιο...Ήταν η μυρωδιά της καϊσιάς και των καϊσιών, της ρικιάς και των ρικιών στον κάτω κήπο του σπιτιού μου, καθώς τα τρώγαμε σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά όλη η παλιοπαρέα, τα κουκλιά κι εγώ, κατευθείαν από το δέντρο, ενώ η γλυκύτατη κυρα-Αθηνά του Κυρ-Γαβριήλ, μας συμβούλευε μαλακά, χωρίς τις συνηθισμένες φωνές των μαμάδων, να προσέχουμε από το παράθυρο της κουζίνας της...


Ήταν το άρωμα της φρεσκοκομμένης χλόης ή η ευωδιά από τα φροντισμένα τριαντάφυλλα του κυρ Αχίλλη όλο το καλοκαίρι, που κάθε βραδυά, καθισμένοι στα σκαλιά από το πόρτση του, πλημμύριζε την ατμόσφαιρα, ή ακόμα μπερδευόταν με τη διάχυτη μυρωδιά από γιασεμιά και τα αγιοκλήματα που στόλιζαν τους φράχτες. Καθόμασταν τα μικρά και ακούγαμε τους μεγαλύτερους να κουβεντιάζουν τρώγοντας το «δειλινό» μας, ψωμοτύρι και πεπόνι ή καρπούζι.
Αργότερα, το φρούτο γινόταν σταφύλι, τα νόστιμα μοσχάτα από τ΄ αμπέλια στο Φουντουκλί, όπου μαζευόταν για τον τρύγο όλη σχεδόν η γειτονιά. Πηγαίναμε με τα ποδήλατα κι ήμουν ιδιαίτερα περήφανη που μ’ έπαιρναν μαζί, το πιο μικρό που ήξερε ποδήλατο, κατά απαίτηση του καλού μου φίλου του Μπιλ. Η πιο ζωντανή εικόνα «κοινοτισμού» στο μυαλό μου είναι αυτή, η χαρούμενη σειρά ποδηλάτων από 25-30 άτομα κατά μήκος της παραλίας ως το Φουντουκλί…Και φυσικά το άρωμα της λίμνης, της καλοκαιρινής λίμνης που ήταν η χαρά της παιδικής γειτονιάς. Μαζευόμασταν όλα στην εξέδρα, έξω από το σπίτι του Νταή, υπό την υψηλή εποπτεία του Μπόση. Τα πιο μεγάλα ήδη κολυμπούσαμε καλά, ενώ τα πιο μικρά φορούσαν τις κολοκύθες σαν σωσίβια . Τότε, που διακοπές για μας δεν ήταν η φυγή στη πολυκοσμία της θάλασσας, αλλά η χαρά της λίμνης, της παρέας, η ανεμελιά από μαθήματα, του παιχνιδιού με το νερό ή μάλλον το χόρτασμα της δροσιάς του νερού. Πρασίνιζε λίγο τον Αύγουστο, αλλά δεν το λογαριάζαμε, απλά καθαρίζαμε την επιφάνεια και συνεχίζαμε, απτόητοι από οποιοδήποτε «άρωμα»…

Το φθινόπωρο ξεκινούσε με τον τρύγο και το άρωμα από το πάτημα των σταφυλιών με τα μικρά μας πόδια, που γινόταν στο σπίτι της θείας της Τασούλαινας στο Τσαρσί, γιατί εκεί είχαν το πατητήρι. Φυσικά, έφερνε μούστο κι κ.Γαβριήλ από τ’αμπέλια του και στηνόταν τρικούβερτες βεγγέρες, αλλά δεν πατούσαμε εμείς τα σταφύλια... Θυμάμαι ακόμη, την ιδιότυπη κάπως οξύτερη μυρωδιά των καρυδιών που τα μαζεύαμε σκαρφαλώνοντας στα γερά κλαδιά ,από τις δυό καρυδιές στο Φουντουκλί, γεμίζοντας τα χέρια μαύρο χρώμα καθώς καθαρίζαμε τα φρέσκα νόστιμα καρύδια.
Αμέσως μετά, ερχόταν η μυρωδιά του… σχολείου! Αισθανόμουν λίγο ένοχη γιατί ενώ όλα τα παιδιά μελαγχολούσαν, σε μένα έφερνε μια οικεία κρυφή χαρά που δεν μοιραζόμουν εύκολα, γιατί τελείωνε η τεμπελιά, και ξανάρχιζε η περιπέτεια της μάθησης, η γλυκειά αίσθηση αναζήτησης της γνώσης... Συγχρόνως, άρχιζαν τα πιο ενδιαφέροντα ομαδικά παιχνίδια γιατί ερχόταν τα παιδιά και από τις πιο μακρινές γειτονιές στο χωματένιο άνετο περίβολο του 3ου δημοτικού.
Ο χειμώνας δεν σήμαινε λιγότερα παιχνίδια. Το χιόνι, που δεν θυμάμαι ποτέ να είναι λίγο, ανάδινε την έντονη, σχεδόν ψηλαφίσιμη ευωδιά του… κρύου! Η παγωμένη λίμνη με τη φαντασμαγορική όψη των παγωμένων δέντρων στην παραλία ήταν από τα ομορφότερα τοπία μιας πανέμορφης πόλης. Ενώ, η χιονισμένη πλαγιά δίπλα στη Παναγία Φανερωμένη, γινόταν η αυτοσχέδια πίστα μας για κατέβασμα με «σάνια» ή έλκηθρο, δηλαδή μια παλιά πτυσσόμενη καρέκλα. Και το πήδημα από το ύψος του υπολείμματος του τοίχου στο παχύ στρώμα χιονιού στο έδαφος του παλιού ερειπίου, ήταν το άκρον άωτον της τόλμης!

Αλλά η εποχή της λάμψης, του αρώματος των μανταρινιών και των πιο νόστιμων γλυκών, όπως μπακλαβά και μελομακάρονα, ήταν τα Χριστούγεννα... Ξεκινούσε λίγο πριν τα κάλαντα με τη «γουρουνοχαρά» της γιαγιάς και τη μυρωδιά των νόστιμων μεζέδων τσιγαρίδες και λουκάνικα. Κορυφωνόταν όμως στην ευωδιά της πάστρας των σπιτιών, έτσι όπως τα αντικρύζαμε στα κάλαντα και τη χαρά μας, ιδιαίτερα στο σπίτι της κυρα-Ναστασούλας που έλαμπε κυριολεκτικά. Όπως και τα παιδικά μάτια όταν σαν πιο πλούσια ή γενναιόδωρη μας έδινε τάλιρο στα φραγκοδίφραγκα των άλλων....

Αχ, πολύτιμα αποζαρινά αρώματα κι άνθρωποι αγαπημένοι και νοσταλγική χάρη μιας ζωής άδολα παιδικής, άπειρα απλούστερης, τόσο ευκολότερης μέσα στη μνήμη, ίσως αληθινότερης από την πραγματική μέσα στην αχνή φαντασία.....
Για όσους έφυγαν με ευγνωμοσύνη για το δώρο των όμορφων αναμνήσεων... για όσους θέλουν να θυμούνται, με αγάπη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου