Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Οι σφουγγαράδες του Ίωνα Δραγούμη

Ο Ίων Δραγούμης καταπιάστηκε πολύ μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική σχολή των Αθηνών με το θέμα της σπογγγαλιείας και τα προβλήματα των σπογγαλιέων (βουτηχτάδων, σφουγγαράδων). Βλ. εκτενή αναφορά γι’ αυτό στις σελ. 107-109 του βιβλίου της Μ. Πικραμένου «Δεν έκαμα στη ζωή ότι ήθελα μα τόσο μπόρεσα- Η βιογραφία του Ίωνα Δραγούμη» όπου φανερώνονται οι ανησυχίες του για τα κοινωνικο-οικονομικά θέματα και τις ιδιαιτερότητες των κλειστών κοινωνιών.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στα φύλλα 781/26.3.2015  και 782/2.4.2015

Βουτηχτής σφουγγαράς

ΤΩΡΑ ὅμως τὸν Ὀκτώβριο δὲν τοὺς ἔβλεπε τόσο συχνά. Εἶχε γίνει ὀρφανὴ καὶ ὁ θεῖος καὶ ἡ θεία τὴν πῆραν καὶ κάθονταν μακριὰ ἀπὸ τὴ χώρα, καὶ εἶχε περισσότερη δουλειά, μαγείρευε, ἔπλενε - γιατὶ ἦταν μεγάλη. Δέκα ἐννιὰ χρονῶν καὶ νόστιμη.
Μὰ ὅταν τοὺς ἔβλεπε τοὺς βουτηχτάδες δὲν τῆς ἄρεζε καθόλου, γιατὶ ἀκόμη τὴν κοίταζαν καὶ τώρα ἤξερε τί ἔλεγαν αὐτὲς οἱ ματιές. Σήμερα ἕνας τὴν πείραξε καθὼς περνοῦσε. Ποτὲ δὲ θὰ πάρη βουτηχτὴ. Ποτέ. Νὰ κάνη τρεῖς ἢ ἕξη μῆνες μόνη κατάμονη καὶ νὰ μὴν ξέρη ἂν θὰ ἔλθη πίσω ὁ ἄντρας της; Καὶ ὕστερα, ὅταν ἔλθη πίσω, ἂν μεθᾶ; καὶ ἔρχεται ἀργὰ τὴν νύχτα στὸ σπίτι καὶ τὴν δέρνη; καὶ ἂν πεθάνη μέσ’ στὴ θάλασσα καὶ δὲν ξανάλθη ποτέ; Τότε θὰ φορῆ μαῦρα σὰν τὴν κυρα-Γεώργαινα, τὴν πλύστρα στὴ γειτονιά. Ποτὲ δὲ θὰ πάρη βουτηχτὴ ἡ Ἀννίκα, ποτέ.
Μιὰ μέρα τῆς λέει ὁ θεῖος της:
«Ἀννίκα, εἶναι καιρὸς νὰ παντρευθῆς πιά. Δὲν πάει δεκαεννιὰ χρονῶν καὶ ἀνύπανδρη. Ἔχω ἕνα γαμπρό, Ἀννίκα».
«Εἶναι βουτηχτής;»
«Ναί, καί …».
«Δὲν τὸν θέλω…».
 «Μὰ ἔχει καὶ παράδες, εἶναι ὄμορφος».
 «Δὲν τὸν θέλω, σοῦ λέω».
 «Μπά; γιατί; Δὲν κάνουν ἔτσι τὰ κορίτσια».
 «Τι κάνω; ἀφοῦ δὲν θέλω νὰ τὸν πάρω;»
 «Μὰ γιατί; νὰ τὸν δῆς πρῶτα· καλὰ σὲ λένε ἄγρια στὸ χωριό. Εἶναι…».
 «Ὄχι, ὄχι, δὲ θέλω».
 «Ἀγαπᾶς ἄλλον;»
 «Ὄχι».
 «Εμ, τότε γιατί;»
 «Εἶναι βουτηχτής».
 «Καὶ σὰν εἶναι, τόσο τὸ καλλίτερο, ἔχει παράδες, θὰ σοῦ κάνη φορέματα· σὲ ἀγαπάει».
 «Ποῦ μὲ εἶδε; Πῶς τὸν λένε;»
 «Ξέρω γὼ ποῦ σὲ εἶδε;»
 «Μὰ πῶς τὸν λένε;»
«Γιάννη Τσορὸ τὸν λένε».
«Ὄχι, θεῖε μου, δὲν τὸν θέλω».
«Θὰ τὸν δῆς καὶ θὰ τὸν πάρης».
«Μὰ ὄχι».
«Ναί, σοῦ λέγω».
Ἔκλαιε ὅταν τὴν ηὗρε ἡ θεία της στὴν κάμαρά της καθισμένη σὲ μιὰ καρέκλα καὶ σκέπαζε μὲ τὰ χέρια της τὸ πρόσωπο.
«Ἀννίκα, τί ἔχεις καὶ κλαῖς ἔτσι, σὰν νὰ σ’ ἔχη δείρει κανένας;»
«Θέλει νὰ μοῦ δώση ὁ θεῖος τὸν Γιάννη τὸν Τσορὸ τὸν βουτηχτὴ καὶ ἐγὼ δὲν τὸν θέλω».
«Ἀμαί γιατί; Καλὸς εἶναι καὶ θὰ τὸν πάρης».
Ἡ Ἀννίκα ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ τὴν δείρη, γιατὶ τό ’λεγε τόσο ἥσυχα, χωρὶς θυμό.
«Ποτέ», λέγει καὶ φεύγοντας ἀκούει τὴ θεία της ποὺ τὴν ἔβριζε.
 Τὸ βράδυ πρὶν πλαγιάσουν ἦλθε ὁ Γιάννης ὁ Τσορός· ἐκοίταξε τὴν Ἀννίκα κι’ ἐκείνη τοῦ ἔρριξε σκυμμένα μιὰ ματιά.
 «Καλησπέρα σας».
«Α, καλῶς τὸ Γιάννη, ξέρεις, λέγει πὼς δὲ σὲ θέλει, μὰ μεῖς θὰ τὴν καταφέρωμε».
«Ἀφοῦ εἶν’ ἔτσι καλά, τότε θάρχωμαι κάθε μέρα ὡς που νὰ πῆ πὼς μὲ θέλει».
«Βέβαια. Ε, Ἀννίκα;»
«Ἂς ἔρχεται ὁπόταν θέλη, ἐγὼ δὲν τὸν παίρνω».
«Τί λές; Μωρή, κατάλαβε πὼς θὰ τὸν πάρης!» - ὁ θεῖος – «καὶ θὰ πῆς κι’ ἕνα τραγούδι» - ἡ θεία.


* * * 

«Φέρε ἄλλη μία κι’ ὕστερα ἄλλη μία».
«Ὄχι τρεῖς».
«Ὄχι πέντε, σὰ θέλης ἔτσι».
 «Πέντε εἶπες; δέκα!» - καὶ ἔσπανε ἕνα ποτήρι.
«Εἴκοσι».
«Ἑκατό».
«Ἕνα μιλιούνι».
 «Σὺ τὸ λές;»
 «Κάτω τὰ χέρια».
 «Χριστὸς καὶ Παναγιά, τ’ εἶνε τοῦτα βρὲ Γιάννη; Συχάστε».
 «Σώπα».
 «Κολοκύθια».
 «Πέντε μιλιούνια».
 Ποτήρια σπάνουν, χυμένο κρασὶ στὰ τραπέζια, καρέκλες πεσμένες, κλωτσιὲς στοὺς μπάγκους καὶ στὴν κιθάρα ποὺ φωνάζει καὶ πέφτει ἀνάσκελα στὸ πάτωμα, περιχυμένη μὲ κρασί· σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ μπακάλικου τὸ παιδὶ τραβηγμένο κυττάζει. «Καὶ δὲν τὰ σπάνετε ὅλα; σεῖς θὰ τὰ πληρώνετε».
Εἶχαν σπάσει ὅμως μόνον πέντε ποτήρια καὶ εἶχαν χυθῆ δύο ὀκάδες ρετσινάτο.
«Ποτήρια δῶ γρήγορα καὶ μιὰ χιλιάρα».
«Γειά σας, βρὲ παιδιά», λέγει ἕνας ἀστυφύλακας, ποὺ δὲ μπαίνει μέσα, καὶ γνέφει στὸ παιδί: «διώξε τους μὲ τρόπο, γιατὶ εἶναι ὥρα».
«Γειά σου Κῶτσο», λὲν οἱ βουτηχτάδες.
«Ἔλα νὰ πιῆς».
«Κόπιασε».
«Ἐβίβα παιδιά».
«Γιατὶ δὲ μένεις;»
«Εἶναι ἀργά».
Τραγουδοῦσαν τώρα οἱ βουτηχτάδες καὶ ἔπαιζε ἕνας στὴ βρεμμένη κιθάρα.
Τὸ παιδὶ πάει στὸ λυχνάρι μὲ τὸ φῶς του τὸ τρεμουλιαστὸ κοντὰ στὸ μαυρισμένον τοῖχο καὶ λέγει:
«Βρὲ Μῆτσο, τὸ λυχνάρι σβύνει καὶ δὲν ἔχομε ἄλλο πετρέλαιο».
Ὁ Μῆτσος, εἴκοσι τριῶν χρονῶν παλληκάρι, δὲ μεθοῦσε τόσο, τὸν ἤξερε τὸ παιδί.
«Ποῦ τό’ βρες πὼς δὲν ἔχει πετρέλαιο;»
 Ἕνας ἄλλος: «Μεῖς θὰ πίνωμε ὡς αὔριο τέτοια ὥρα. Τί μπορεῖς νὰ μᾶς κάμης;»
«Νά, δές το ποὺ σβύνει». Καθὼς τὸ ἔφερνε κατέβαζε τὸ φιτύλι.
«Κατεργάρη».
«Ἐλᾶτε, βρὲ παιδιά, ὁ ἀστυφύλακας φωνάζει, θὰ κλείση τὸ μαγαζὶ καὶ αὔριο πῶς θὰ πιοῦμε;»
«Γὼ δὲ φεύγω· φέρε ἀκόμα».
«Ὁ κόσμος ἔχει βάσανα».
«Κι ἐγώ ‘χω μιὰ γυναίκα».
Ὁ Μῆτσος κατάφερε ἕναν, δύο, τοὺς σήκωσε.
«Πόσα σοῦ χρωστᾶμε;»
«Γὼ δὲν πληρώνω σήμερα».
Τὸ παιδὶ εἶχε φέρει πεντέξη ἀκόμα ποτήρια σπασμένα ἀπὸ ἄλλη φορὰ ποὺ τὰ εἶχε φυλάξει ἐπίτηδες γιὰ νὰ παίρνη περισσότερα.
«Γιὰ τὰ ποτήρια δέκα δραχμὲς καὶ γιὰ τὸ κρασί…».
«Νά, τριάντα».
«Νά, πάρε κι’ ἄλλα».
«Ὄχι, γὼ θὰ πληρώσω».
«Ὄχι, γώ».
«Τί εἶσαι σύ;»
«Βρὲ μπεκρή».
«Συχάστε, βρὲ παιδιά, εἶναι πληρωμένα αὔριο πληρώνετε σεῖς».
Καὶ πῆγαν οὐρλιάζοντας καὶ βαστώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὰ σπίτια τους.
Τὸ καπηλειὸ ἦταν ἔξω ἀπ’ τὴν Αἴγινα καὶ ὁ Μῆτσος κατοικοῦσε στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Ἦταν πιὰ χαράματα καὶ πήγαινε σιγὰ σιγὰ καπνίζοντας.
«Αὐτοὶ θὰ πᾶν στὶς γυναῖκες τους κι’ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω γυναίκα θὰ πάω στὴν κυρα-Γεώργαινα τὴν πλύστρα. Πέρασ’ ἡ Λαμπρὴ καὶ φεύγομε σὲ λίγες μέρες. Θὰ φάω τοὺς παράδες μου, τί νὰ τοὺς κάμω; Ποιός ξέρει ἂν δὲν πνιγῶ. Μόλις περπατῶ τώρα, μεῖς γινόμαστε μπαμπόγεροι ἀπ’ τὰ τριάντα. Τί τὰ θέλω τὰ χρήματα, παρὰ γιὰ νὰ πίνω καὶ νὰ πληρώνω τὴν κερα-Γεώργαινα ἢ τὴν ἄλλη, πῶς τὴ λέγαν; … Α, ἐκείνη ἦταν πιὸ νόστιμη μὲ τὸ κάτασπρο κορμί της, ναὶ ἡ Μαρίκα. Πέθανε ἡ κακομοίρα».
Ἔφθασε στῆς κερα-Γεώργαινας τὸ σπίτι, κτύπησε τὴν πόρτα τὴν κοντή, τὴ θολωτή, καὶ μπῆκε μέσα. Σιχαμένος ἀπ’ τὴ γυναίκα ποὺ ἀγκάλιαζε κάθε νύκτα τώρα λίγον καιρό, χωρὶς ἔρωτα, τὸ πρωῒ ἀργὰ ἐβγῆκε ἀπ’ τὸ σπίτι γιὰ νὰ πάη - βαρεμένος - στὸ καφενεῖο νὰ πιῆ ἕναν καφὲ κι’ ὕστερα στὸ καπηλειὸ πολὺ κρασί. Σκέπτονταν πότε θάρθη ὁ καιρὸς τῶν σφουγγαριῶν νὰ φύγη. Καθὼς γύριζε τὴν πρώτη γωνιὰ εἶδε σ’ ἑνὸς σπιτιοῦ τὴν αὐλή, ποὺ εἶχε χαμηλοὺς τοίχους, ἕνα κορίτσι ποὺ ἅπλωνε ροῦχα σ’ ἕνα σχοινὶ καὶ τὸν κοίταζε καθὼς περνοῦσε· εἶχε μάτια μαῦρα ποὺ σὲ περνοῦσαν πέρα πέρα. Ὁ Μῆτσος στάθηκε καὶ ζήτησε νὰ πιῆ λίγο νερό.
«Μετὰ χαρᾶς», εἶπε καὶ κοκκίνισ’ ἡ Ἀννίκα, αὐτός τὴν εἶχε πειράξει μιὰ μέρα στὸ δρόμο. Ἔφερ’ ἕνα ποτήρι.
Ἄργησε κεῖνος νὰ πιῆ τὸ νερό, καὶ ἀφοῦ τό ‘πιε εἶπε.
«Πῶς σὲ λένε, ὄμορφη κοπέλλα;»
«Τί ρωτᾶς;»
«Γιὰ νὰ σὲ θυμᾶμαι».
«Μὲ λένε Ἄγρια, γιατί… δὲ θέλω νὰ παντρευθῶ».
«Γιατί δὲ θέλεις νὰ παντρευθεῖς! Μὰ γιατί;»
«Πήγαινε, γιατὶ ἔρχεται ἡ θεία μου καὶ θὰ μὲ μαλλώση».
«Πίνω νερὸ ἐγώ. Δός μου, ὄμορφο κορίτσι, λίγο νερό. Μὰ πῶς εἶναι τὸ βαπτιστικό σου τ’ ὄνομα;»
Ἡ θεία:
«Ἀννίκα, Ἀννίκα τί γίνηκες;»
«Τώρα ἔρχομαι».
Στὸ Μῆτσο:
«Στὸ καλό».
Καὶ μπῆκε μέσα.
Ὁ Μῆτσος ἔφυγε σιγὰ σιγὰ καὶ εἶχε ὅλο στὸ κεφάλι του τὰ μαῦρα μάτια τῆς Ἀννίκας, ποὺ περνοῦσαν. Πῆγε στὸ καπηλειὸ καὶ ἤπιε μὲ τοὺς ἄλλους, μὰ μέσα στὸν καπνὸ ποὺ γέμιζε τὸ ὑπόγειο καὶ μέσα στὴ ζάλη τοῦ κρασιοῦ καὶ στὶς φωνὲς καὶ στὰ τραγούδια περνοῦσαν ὅλο στὸ κεφάλι του τὰ μαῦρα μάτια τῆς Ἀννίκας.
Τ’ ἀπόγευμα ἐπῆγε κι’ εἶδε τὸ καΐκι τοῦ γερο-Νικόλα, ποὺ τὸν ἔπαιρνε κι’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς δυό - τρεῖς ἄλλους κάθε χρόνο στὰ σφουγγάρια κάτω στὸ Ἀλτζέρι ἢ καὶ στῆς Ἰταλίας τὰ νερά. Τὸ διόρθωναν, γιατὶ κόντευε ὁ καιρὸς γιὰ ταξεῖδι. Ἤτανε σαρακοστὴ ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ Πάσχα θάφευγε. Καὶ ἤθελε ὁ Μῆτσος νὰ εἶχε ἔλθει ὁ καιρὸς τῶν σφουγγαριῶν, νὰ φύγη, νὰ ζῆ μὲ ξερὸ ψωμὶ στὸ καΐκι, νὰ μένη πολλὴν ὥρα στὸν πάτο τῆς θάλασσας μὲ τὰ ψάρια, νὰ βγάζη περισσότερα σφουγγάρια ἀπ’ τοὺς ἄλλους, νὰ μαλλώνη ἐκεῖ κάτω μὲ κανέναν ἄλλο βουτηχτὴ γιὰ ἕνα σφουγγάρι μεγάλο, ὡραῖο, στρογγυλό, καὶ νὰ νικᾶ τὸν ἄλλο κόβοντάς το ἀπ’ τὸ βράχο ποὺ εἶναι κολλημένο.
Πάλι πέρασαν ἀπ’ τὸ κεφάλι του τὰ μαῦρα μάτια τῆς Ἀννίκας.
Ὁ ἥλιος ἐβασίλευε κόκκινος στὰ βουνὰ ἀπὸ πίσω καὶ ἔβαφε τὰ ἐλαφρὰ τὰ κύματα.
Ὁ Μῆτσος πέρασε καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωῒ ἀπ’ τῆς Ἀννίκας τὸ σπίτι μπροστά, καὶ τὴν ἄλλη καὶ τὴν ἄλλη. Τὴν εἶδε δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ καθὼς περνοῦσε τῆς ἔλεγε «Καλημέρα». Ἡ Ἀννίκα, ὅταν ἦταν στὴν αὐλή, ἀπαντοῦσε «Καλὴ μέρα» κι’ ἔφευγε στὸ σπίτι ἀδιάφορη, καὶ λίγο φοβισμένη.

* * * ΤΩΡΑ ὅμως τὸν Ὀκτώβριο δὲν τοὺς ἔβλεπε τόσο συχνά. Εἶχε γίνει ὀρφανὴ καὶ ὁ θεῖος καὶ ἡ θεία τὴν πῆραν καὶ κάθονταν μακριὰ ἀπὸ τὴ χώρα, καὶ εἶχε περισσότερη δουλειά, μαγείρευε, ἔπλενε - γιατὶ ἦταν μεγάλη. Δέκα ἐννιὰ χρονῶν καὶ νόστιμη.
Μὰ ὅταν τοὺς ἔβλεπε τοὺς βουτηχτάδες δὲν τῆς ἄρεζε καθόλου, γιατὶ ἀκόμη τὴν κοίταζαν καὶ τώρα ἤξερε τί ἔλεγαν αὐτὲς οἱ ματιές. Σήμερα ἕνας τὴν πείραξε καθὼς περνοῦσε. Ποτὲ δὲ θὰ πάρη βουτηχτὴ. Ποτέ. Νὰ κάνη τρεῖς ἢ ἕξη μῆνες μόνη κατάμονη καὶ νὰ μὴν ξέρη ἂν θὰ ἔλθη πίσω ὁ ἄντρας της; Καὶ ὕστερα, ὅταν ἔλθη πίσω, ἂν μεθᾶ; καὶ ἔρχεται ἀργὰ τὴν νύχτα στὸ σπίτι καὶ τὴν δέρνη; καὶ ἂν πεθάνη μέσ’ στὴ θάλασσα καὶ δὲν ξανάλθη ποτέ; Τότε θὰ φορῆ μαῦρα σὰν τὴν κυρα-Γεώργαινα, τὴν πλύστρα στὴ γειτονιά. Ποτὲ δὲ θὰ πάρη βουτηχτὴ ἡ Ἀννίκα, ποτέ.
Μιὰ μέρα τῆς λέει ὁ θεῖος της:
«Ἀννίκα, εἶναι καιρὸς νὰ παντρευθῆς πιά. Δὲν πάει δεκαεννιὰ χρονῶν καὶ ἀνύπανδρη. Ἔχω ἕνα γαμπρό, Ἀννίκα».
«Εἶναι βουτηχτής;»
«Ναί, καί …».
«Δὲν τὸν θέλω…».
 «Μὰ ἔχει καὶ παράδες, εἶναι ὄμορφος».
 «Δὲν τὸν θέλω, σοῦ λέω».
 «Μπά; γιατί; Δὲν κάνουν ἔτσι τὰ κορίτσια».
 «Τι κάνω; ἀφοῦ δὲν θέλω νὰ τὸν πάρω;»
 «Μὰ γιατί; νὰ τὸν δῆς πρῶτα· καλὰ σὲ λένε ἄγρια στὸ χωριό. Εἶναι…».
 «Ὄχι, ὄχι, δὲ θέλω».
 «Ἀγαπᾶς ἄλλον;»
 «Ὄχι».
 «Εμ, τότε γιατί;»
 «Εἶναι βουτηχτής».
 «Καὶ σὰν εἶναι, τόσο τὸ καλλίτερο, ἔχει παράδες, θὰ σοῦ κάνη φορέματα· σὲ ἀγαπάει».
 «Ποῦ μὲ εἶδε; Πῶς τὸν λένε;»
 «Ξέρω γὼ ποῦ σὲ εἶδε;»
 «Μὰ πῶς τὸν λένε;»
«Γιάννη Τσορὸ τὸν λένε».
«Ὄχι, θεῖε μου, δὲν τὸν θέλω».
«Θὰ τὸν δῆς καὶ θὰ τὸν πάρης».
«Μὰ ὄχι».
«Ναί, σοῦ λέγω».
Ἔκλαιε ὅταν τὴν ηὗρε ἡ θεία της στὴν κάμαρά της καθισμένη σὲ μιὰ καρέκλα καὶ σκέπαζε μὲ τὰ χέρια της τὸ πρόσωπο.
«Ἀννίκα, τί ἔχεις καὶ κλαῖς ἔτσι, σὰν νὰ σ’ ἔχη δείρει κανένας;»
«Θέλει νὰ μοῦ δώση ὁ θεῖος τὸν Γιάννη τὸν Τσορὸ τὸν βουτηχτὴ καὶ ἐγὼ δὲν τὸν θέλω».
«Ἀμαί γιατί; Καλὸς εἶναι καὶ θὰ τὸν πάρης».
Ἡ Ἀννίκα ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ τὴν δείρη, γιατὶ τό ’λεγε τόσο ἥσυχα, χωρὶς θυμό.
«Ποτέ», λέγει καὶ φεύγοντας ἀκούει τὴ θεία της ποὺ τὴν ἔβριζε.
 Τὸ βράδυ πρὶν πλαγιάσουν ἦλθε ὁ Γιάννης ὁ Τσορός· ἐκοίταξε τὴν Ἀννίκα κι’ ἐκείνη τοῦ ἔρριξε σκυμμένα μιὰ ματιά.
 «Καλησπέρα σας».
«Α, καλῶς τὸ Γιάννη, ξέρεις, λέγει πὼς δὲ σὲ θέλει, μὰ μεῖς θὰ τὴν καταφέρωμε».
«Ἀφοῦ εἶν’ ἔτσι καλά, τότε θάρχωμαι κάθε μέρα ὡς που νὰ πῆ πὼς μὲ θέλει».
«Βέβαια. Ε, Ἀννίκα;»
«Ἂς ἔρχεται ὁπόταν θέλη, ἐγὼ δὲν τὸν παίρνω».
«Τί λές; Μωρή, κατάλαβε πὼς θὰ τὸν πάρης!» - ὁ θεῖος – «καὶ θὰ πῆς κι’ ἕνα τραγούδι» - ἡ θεία.


* * * 

«Φέρε ἄλλη μία κι’ ὕστερα ἄλλη μία».
«Ὄχι τρεῖς».
«Ὄχι πέντε, σὰ θέλης ἔτσι».
 «Πέντε εἶπες; δέκα!» - καὶ ἔσπανε ἕνα ποτήρι.
«Εἴκοσι».
«Ἑκατό».
«Ἕνα μιλιούνι».
 «Σὺ τὸ λές;»
 «Κάτω τὰ χέρια».
 «Χριστὸς καὶ Παναγιά, τ’ εἶνε τοῦτα βρὲ Γιάννη; Συχάστε».
 «Σώπα».
 «Κολοκύθια».
 «Πέντε μιλιούνια».
 Ποτήρια σπάνουν, χυμένο κρασὶ στὰ τραπέζια, καρέκλες πεσμένες, κλωτσιὲς στοὺς μπάγκους καὶ στὴν κιθάρα ποὺ φωνάζει καὶ πέφτει ἀνάσκελα στὸ πάτωμα, περιχυμένη μὲ κρασί· σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ μπακάλικου τὸ παιδὶ τραβηγμένο κυττάζει. «Καὶ δὲν τὰ σπάνετε ὅλα; σεῖς θὰ τὰ πληρώνετε».
Εἶχαν σπάσει ὅμως μόνον πέντε ποτήρια καὶ εἶχαν χυθῆ δύο ὀκάδες ρετσινάτο.
«Ποτήρια δῶ γρήγορα καὶ μιὰ χιλιάρα».
«Γειά σας, βρὲ παιδιά», λέγει ἕνας ἀστυφύλακας, ποὺ δὲ μπαίνει μέσα, καὶ γνέφει στὸ παιδί: «διώξε τους μὲ τρόπο, γιατὶ εἶναι ὥρα».
«Γειά σου Κῶτσο», λὲν οἱ βουτηχτάδες.
«Ἔλα νὰ πιῆς».
«Κόπιασε».
«Ἐβίβα παιδιά».
«Γιατὶ δὲ μένεις;»
«Εἶναι ἀργά».
Τραγουδοῦσαν τώρα οἱ βουτηχτάδες καὶ ἔπαιζε ἕνας στὴ βρεμμένη κιθάρα.
Τὸ παιδὶ πάει στὸ λυχνάρι μὲ τὸ φῶς του τὸ τρεμουλιαστὸ κοντὰ στὸ μαυρισμένον τοῖχο καὶ λέγει:
«Βρὲ Μῆτσο, τὸ λυχνάρι σβύνει καὶ δὲν ἔχομε ἄλλο πετρέλαιο».
Ὁ Μῆτσος, εἴκοσι τριῶν χρονῶν παλληκάρι, δὲ μεθοῦσε τόσο, τὸν ἤξερε τὸ παιδί.
«Ποῦ τό’ βρες πὼς δὲν ἔχει πετρέλαιο;»
 Ἕνας ἄλλος: «Μεῖς θὰ πίνωμε ὡς αὔριο τέτοια ὥρα. Τί μπορεῖς νὰ μᾶς κάμης;»
«Νά, δές το ποὺ σβύνει». Καθὼς τὸ ἔφερνε κατέβαζε τὸ φιτύλι.
«Κατεργάρη».
«Ἐλᾶτε, βρὲ παιδιά, ὁ ἀστυφύλακας φωνάζει, θὰ κλείση τὸ μαγαζὶ καὶ αὔριο πῶς θὰ πιοῦμε;»
«Γὼ δὲ φεύγω· φέρε ἀκόμα».
«Ὁ κόσμος ἔχει βάσανα».
«Κι ἐγώ ‘χω μιὰ γυναίκα».
Ὁ Μῆτσος κατάφερε ἕναν, δύο, τοὺς σήκωσε.
«Πόσα σοῦ χρωστᾶμε;»
«Γὼ δὲν πληρώνω σήμερα».
Τὸ παιδὶ εἶχε φέρει πεντέξη ἀκόμα ποτήρια σπασμένα ἀπὸ ἄλλη φορὰ ποὺ τὰ εἶχε φυλάξει ἐπίτηδες γιὰ νὰ παίρνη περισσότερα.
«Γιὰ τὰ ποτήρια δέκα δραχμὲς καὶ γιὰ τὸ κρασί…».
«Νά, τριάντα».
«Νά, πάρε κι’ ἄλλα».
«Ὄχι, γὼ θὰ πληρώσω».
«Ὄχι, γώ».
«Τί εἶσαι σύ;»
«Βρὲ μπεκρή».
«Συχάστε, βρὲ παιδιά, εἶναι πληρωμένα αὔριο πληρώνετε σεῖς».
Καὶ πῆγαν οὐρλιάζοντας καὶ βαστώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὰ σπίτια τους.
Τὸ καπηλειὸ ἦταν ἔξω ἀπ’ τὴν Αἴγινα καὶ ὁ Μῆτσος κατοικοῦσε στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ. Ἦταν πιὰ χαράματα καὶ πήγαινε σιγὰ σιγὰ καπνίζοντας.
«Αὐτοὶ θὰ πᾶν στὶς γυναῖκες τους κι’ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω γυναίκα θὰ πάω στὴν κυρα-Γεώργαινα τὴν πλύστρα. Πέρασ’ ἡ Λαμπρὴ καὶ φεύγομε σὲ λίγες μέρες. Θὰ φάω τοὺς παράδες μου, τί νὰ τοὺς κάμω; Ποιός ξέρει ἂν δὲν πνιγῶ. Μόλις περπατῶ τώρα, μεῖς γινόμαστε μπαμπόγεροι ἀπ’ τὰ τριάντα. Τί τὰ θέλω τὰ χρήματα, παρὰ γιὰ νὰ πίνω καὶ νὰ πληρώνω τὴν κερα-Γεώργαινα ἢ τὴν ἄλλη, πῶς τὴ λέγαν; … Α, ἐκείνη ἦταν πιὸ νόστιμη μὲ τὸ κάτασπρο κορμί της, ναὶ ἡ Μαρίκα. Πέθανε ἡ κακομοίρα».
Ἔφθασε στῆς κερα-Γεώργαινας τὸ σπίτι, κτύπησε τὴν πόρτα τὴν κοντή, τὴ θολωτή, καὶ μπῆκε μέσα. Σιχαμένος ἀπ’ τὴ γυναίκα ποὺ ἀγκάλιαζε κάθε νύκτα τώρα λίγον καιρό, χωρὶς ἔρωτα, τὸ πρωῒ ἀργὰ ἐβγῆκε ἀπ’ τὸ σπίτι γιὰ νὰ πάη - βαρεμένος - στὸ καφενεῖο νὰ πιῆ ἕναν καφὲ κι’ ὕστερα στὸ καπηλειὸ πολὺ κρασί. Σκέπτονταν πότε θάρθη ὁ καιρὸς τῶν σφουγγαριῶν νὰ φύγη. Καθὼς γύριζε τὴν πρώτη γωνιὰ εἶδε σ’ ἑνὸς σπιτιοῦ τὴν αὐλή, ποὺ εἶχε χαμηλοὺς τοίχους, ἕνα κορίτσι ποὺ ἅπλωνε ροῦχα σ’ ἕνα σχοινὶ καὶ τὸν κοίταζε καθὼς περνοῦσε· εἶχε μάτια μαῦρα ποὺ σὲ περνοῦσαν πέρα πέρα. Ὁ Μῆτσος στάθηκε καὶ ζήτησε νὰ πιῆ λίγο νερό.
«Μετὰ χαρᾶς», εἶπε καὶ κοκκίνισ’ ἡ Ἀννίκα, αὐτός τὴν εἶχε πειράξει μιὰ μέρα στὸ δρόμο. Ἔφερ’ ἕνα ποτήρι.
Ἄργησε κεῖνος νὰ πιῆ τὸ νερό, καὶ ἀφοῦ τό ‘πιε εἶπε.
«Πῶς σὲ λένε, ὄμορφη κοπέλλα;»
«Τί ρωτᾶς;»
«Γιὰ νὰ σὲ θυμᾶμαι».
«Μὲ λένε Ἄγρια, γιατί… δὲ θέλω νὰ παντρευθῶ».
«Γιατί δὲ θέλεις νὰ παντρευθεῖς! Μὰ γιατί;»
«Πήγαινε, γιατὶ ἔρχεται ἡ θεία μου καὶ θὰ μὲ μαλλώση».
«Πίνω νερὸ ἐγώ. Δός μου, ὄμορφο κορίτσι, λίγο νερό. Μὰ πῶς εἶναι τὸ βαπτιστικό σου τ’ ὄνομα;»
Ἡ θεία:
«Ἀννίκα, Ἀννίκα τί γίνηκες;»
«Τώρα ἔρχομαι».
Στὸ Μῆτσο:
«Στὸ καλό».
Καὶ μπῆκε μέσα.
Ὁ Μῆτσος ἔφυγε σιγὰ σιγὰ καὶ εἶχε ὅλο στὸ κεφάλι του τὰ μαῦρα μάτια τῆς Ἀννίκας, ποὺ περνοῦσαν. Πῆγε στὸ καπηλειὸ καὶ ἤπιε μὲ τοὺς ἄλλους, μὰ μέσα στὸν καπνὸ ποὺ γέμιζε τὸ ὑπόγειο καὶ μέσα στὴ ζάλη τοῦ κρασιοῦ καὶ στὶς φωνὲς καὶ στὰ τραγούδια περνοῦσαν ὅλο στὸ κεφάλι του τὰ μαῦρα μάτια τῆς Ἀννίκας.
Τ’ ἀπόγευμα ἐπῆγε κι’ εἶδε τὸ καΐκι τοῦ γερο-Νικόλα, ποὺ τὸν ἔπαιρνε κι’ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς δυό - τρεῖς ἄλλους κάθε χρόνο στὰ σφουγγάρια κάτω στὸ Ἀλτζέρι ἢ καὶ στῆς Ἰταλίας τὰ νερά. Τὸ διόρθωναν, γιατὶ κόντευε ὁ καιρὸς γιὰ ταξεῖδι. Ἤτανε σαρακοστὴ ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ Πάσχα θάφευγε. Καὶ ἤθελε ὁ Μῆτσος νὰ εἶχε ἔλθει ὁ καιρὸς τῶν σφουγγαριῶν, νὰ φύγη, νὰ ζῆ μὲ ξερὸ ψωμὶ στὸ καΐκι, νὰ μένη πολλὴν ὥρα στὸν πάτο τῆς θάλασσας μὲ τὰ ψάρια, νὰ βγάζη περισσότερα σφουγγάρια ἀπ’ τοὺς ἄλλους, νὰ μαλλώνη ἐκεῖ κάτω μὲ κανέναν ἄλλο βουτηχτὴ γιὰ ἕνα σφουγγάρι μεγάλο, ὡραῖο, στρογγυλό, καὶ νὰ νικᾶ τὸν ἄλλο κόβοντάς το ἀπ’ τὸ βράχο ποὺ εἶναι κολλημένο.
Πάλι πέρασαν ἀπ’ τὸ κεφάλι του τὰ μαῦρα μάτια τῆς Ἀννίκας.
Ὁ ἥλιος ἐβασίλευε κόκκινος στὰ βουνὰ ἀπὸ πίσω καὶ ἔβαφε τὰ ἐλαφρὰ τὰ κύματα.
Ὁ Μῆτσος πέρασε καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωῒ ἀπ’ τῆς Ἀννίκας τὸ σπίτι μπροστά, καὶ τὴν ἄλλη καὶ τὴν ἄλλη. Τὴν εἶδε δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ καθὼς περνοῦσε τῆς ἔλεγε «Καλημέρα». Ἡ Ἀννίκα, ὅταν ἦταν στὴν αὐλή, ἀπαντοῦσε «Καλὴ μέρα» κι’ ἔφευγε στὸ σπίτι ἀδιάφορη, καὶ λίγο φοβισμένη.


Ἕνα ἀπόγευμα ὁ Μῆτσος ἔφυγε καὶ πῆγε πρὸς τῆς Ἀννίκας τὸ σπίτι. Στὴν αὐλὴ μπροστὰ κάθονταν σὲ μιὰ πέτρα δυὸ γυναῖκες καὶ μιλοῦσαν.
«Αὐτὴ θὰ εἶν’ ἡ θεία της», σκέφθηκε καὶ πήγε μακρύτερα πρὸς τὸ πηγάδι ποὺ ἔπαιρναν ἐκείνη τὴν ὥρα νερὸ τὰ κορίτσια· ἦταν ἐκεῖνο τὸ πηγάδι ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό, σὲ μιὰ συκιὰ κοντά, ποὺ ἄρχιζε νὰ βγάζη φύλλα. Ἡ Ἀννίκα λιγερή, μ’ ἕνα μαντήλι στὸ κεφάλι, ἦταν ἐκεῖ μαζὺ μὲ τὶς ἄλλες, τὴν εἶδε καὶ καθὼς πέρασε μπροστά του μόνη, ὅταν ἔφευγε, τῆς εἶπε καλησπέρα καὶ τὴν ἀκολούθησε.
«Γιατί ἐδῶ;»
«Ἦλθα νὰ σὲ δῶ».
«Ἐμένα;»
«Ἐσένα. Παράξενο σοῦ φαίνεται;»
«Ναί, ἀφοῦ δὲν σὲ γνωρίζω, ποιός εἶσαι;»
«Ἐγώ; Εἶμαι τοῦ Μελέτη γυιὸς τοῦ βουτηχτή».
Τὸν κύτταξε.
«Εἶσαι βουτηχτής;»
«Ναί, λέγομαι Μῆτσος».
«Καὶ τί μὲ θέλεις ἐμένα;»
«Μ’ ἀρέσεις, Ἀννίκα, δὲν τὸ βλέπεις πὼς περνῶ κάθε μέρα ἀπὸ τὸ σπίτι σας…».
«Ξέρεις πὼς μὲ λένε ἄγρια, γιατὶ δὲ θέλω νὰ παντρευθῶ. Δὲ μ’ ἀρέσουν οἱ βουτηχτάδες… Εἶσαι ἀλήθεια βουτηχτής;»
«Ναί. Μὰ τί σούκαναν καὶ δὲν σοῦ ἀρέσουν;»
«Δὲν ξέρω. Μιὰ μέρα σύ… στὸ δρόμο… μὲ σκούντησες… τοὺς φοβοῦμαι».
«Ἐγώ; σὲ σκούντησα; Ξέχασέ το Ἀννίκα, ξέχασέ το, σ’ ἀγαπῶ τόσο».
«Φθάνομε στὸ σπίτι, φύγε».
Τῆς Ἀννίκας τῆς ἄρεσε ὁ Μῆτσος ἀπ’ τὴν ἀρχή. Ἦταν ὡραῖο παλληκάρι καὶ εἶχε γλυκειὰ φωνή, ὄχι ἄγρια, σὰν τοὺς ἄλλους βουτηχτάδες. Μὰ ἦταν βουτηχτὴς καὶ αὐτός.

* * * 

Ὁ Γιάννης ὁ Τσορός, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐρωτευμένος μὲ τὴν Ἀννίκα, καὶ ποὺ ἤθελαν νὰ τῆς τὸν δώσουν ὁ θεῖος καὶ ἡ θεία της, ἔρχονταν κάθε μέρα στὸ σπίτι της. Μὰ ἐκείνη, ὅταν μποροῦσε, ἔβγαινε ἔξω, πήγαινε στὸ πηγάδι καὶ ἔμενε περισσότερο, γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπη· ἦταν βαρετὸς καὶ κουτὸς καὶ καμμιὰ φορὰ μύριζε τὸ στόμα του κρασὶ ὅταν μιλοῦσε. Ἐσκέπτονταν πὼς αὐτὸς μποροῦσε νὰ τὴν ἔχη σφιχτὰ στὴν ἀγκαλιά του κι’ ἀνατρίχιαζε. Καί, ἀφότου γνώρισε τὸ Μῆτσο, ὁ Γιάννης ὁ Τσορὸς εἶχε γίνει ἀκόμη πιὸ κουτός. Κι’ ὁ θεῖος της καὶ ἡ θεία της τῆς ἔλεγαν κάθε λίγο πὼς πρέπει νὰ τὸν πάρη, πὼς εἶναι ὄμορφος, πὼς ἔχει παράδες. Τοὺς ἐσύμφερε ὁ Γιάννης, γιατὶ θὰ τούδιναν γιὰ προίκα τῆς Ἀννίκας μόνον τὸ μισὸ ἀπ’ ἐκεῖνο ποὺ τῆς ἀφήκε ὁ πατέρας της ὅταν πέθανε, ἕνα χωράφι. Ποιός ἤξερε στὴν Αἴγινα, ἢ ποιός θυμοῦνταν τί εἶχε ὁ πατέρας τῆς Ἀννίκας;
«Θ’ ἀγαπᾶ κανέναν ἄλλον», εἶπε ἡ θεία στὸν ἄνδρα της, «εἶναι συλλογισμένη, δὲν τρώει σὰν πρίν. Γιατί δὲν τὸν θέλει τὸ Γιάννη;»
 «Θὰ τὸν πάρη, τί θὰ κάμη;»
«Βέβαια, δὲ θὰ τῆς περάση, ὅπως τὸ θέλει ἐκείνη. Θὰ τὴν ἀναγκάσωμε. Θὰ τῆς πῶ ἐγὼ πὼς ἢ τὸν παίρνει ἢ τὴ στέλνω στὴν Ἀθήνα νὰ γίνη ὑπηρέτρια, καὶ τότε βλέπομε τὸν παίρνει γιὰ δὲν τὸν παίρνει».
Τὸ βράδυ τῆς τὸ εἶπε ἡ θεία της. Ἡ Ἀννίκα ἔκλαψε πολὺ ἐκείνην τὴν νύκτα στὸ κρεββάτι της καὶ θὰ ἤθελε νὰ πεθάνη.
Τὴν ἄλλη μέρα πέρασε πάλι ὁ Μῆτσος ἀπ’ τὸ σπίτι της, τὴν ηὗρε μόνη. Γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρῆ μαζὶ ὅταν ἔλθη πίσω ἡ θεία της, ἔφυγαν ἀπ’ τὸ σπίτι καὶ πήγαιναν πρὸς τὸ πηγάδι, αὐτὴ μὲ τὴ στάμνα τὴν κίτρινη στὸ κεφάλι.
 «Ἀννίκα …».
 «Τί;»
 «Γιατί δὲ μὲ θέλεις; Δὲν σ’ ἀρέσω; Δὲν εἶμαι ὄμορφος; Πές μου Ἀννίκα, Ἀννίκα μου». Ἐκείνη σιωποῦσε. Σιγά, καθὼς ἐπήγαιναν, καὶ εἶχε ἐπάνω τὰ δυὸ χέρια της στὴ στάμνα, πέρασε αὐτὸς τὸ χέρι του στὴ μέση της καὶ τὴν ἔσφιξε. Ἔπεσαν ὁρμέμφυτα τὰ χέρια της ἐπάνω στὰ δικά του καὶ ἡ στάμνα ἔγινε, μὲ κρότο, κομμάτια στὶς πέτρες τοῦ δρόμου. Τὴν ἀφήκε τὴν Ἀννίκα ὁ Μῆτσος καὶ κοίταξαν σιωπηλὰ κι’ οἱ δυό τους τὰ θρύψαλα. Ὁ Μῆτσος πῆρε τὸ χέρι της καὶ τὴν τράβηξε ὀλίγο.
«Πᾶμε, σοῦ ἀγοράζω ἄλλη».
«Τί θὰ πῆ ἡ θεία;»
«Τί θὰ πῆ; Νά, καθὼς πήγαινες στὸ δρόμο σκόνταψες καὶ ἔπεσε ἡ στάμνα».
Καὶ καθὼς μιλοῦσε τὴν τραβοῦσε σιγὰ ἔξω ἀπ’ τὸ δρόμο τοῦ πηγαδιοῦ πρὸς τὰ χωράφια καὶ τὶς ἐληές. Ὅλο τὴν βαστοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τὴν ὡδηγοῦσε. Κείνη λίγο φοβισμένη ἔλεγε:
«Μῆτσο, πᾶμε πίσω, πᾶμε πίσω, εἶναι ἀργὰ, ἂν μᾶς δῆ κανείς, τί θὰ πῆ ὁ κόσμος; Πᾶμε πίσω».
«Ἀννίκα μου, πὲς πὼς μὲ θέλεις, πές το, Ἀννίκα, καὶ σὲ πηγαίνω πίσω».
Ἡ Ἀννίκα σιωποῦσε, κοίταζε κάτω καὶ ὁ ἀέρας τοῦ δειλινοῦ κουνοῦσε ἕνα μαλλὶ ποὺ ἔπεφτε στὸ μέτωπό της. Ἄξαφνα σὰν ξύπνησε εἶπε:
«Μῆτσο, ἤθελα νὰ σοῦ πῶ κάτι, μά … δὲν μπορῶ».
«Πές το Ἀννίκα μου, γιατί φοβᾶσαι;»
«Θέλουν νὰ μὲ παντρέψουν ὁ θεῖος καὶ ἡ θεία».
«Ἐσένα; Καὶ μὲ ποιόν;»
«Μὲ τὸν Γιάννη τὸν Τσορό».
«Αὐτὸν τὸν ἀσχημομούρη, τὸν κακομοιριασμένο; Καὶ θὰ τὸν πάρης αὐτόν τόν …».
 «Ὄχι, δὲν τὸν θέλω. Πᾶμε πίσω Μῆτσο, καὶ θὰ στὰ πῶ ὅλα».
Καὶ καθὼς ἐπέστρεφαν τοῦ ἔλεγε τὸν ἔρωτα τοῦ Γιάννη γι’ αὐτὴν καὶ πὼς ἤθελεν ὁ θεῖος καὶ ἡ θεία της νὰ τὴν παντρέψουν καὶ καλὰ μ’ αὐτὸν γιατὶ εἶχε χρήματα.
«Μὰ ἐγὼ δὲν τὸν θέλω, καὶ δὲν θὰ τὸν πάρω, καλλίτερα νὰ πεθάνω».
«Καὶ ἐγὼ δὲ θέλω νὰ τὸν πάρης· σὲ θέλω γώ· πὲς πὼς μὲ θέλεις καὶ δὲν τὸν ἀφήνω νὰ σὲ πάρη. Φεύγομε αὔριο, σήμερα, καὶ πᾶμε ἀλλοῦ μακρυά, σὲ κανένα ἄλλο νησί. Ἔχω χρήματα, δὲ θέλω προίκα, καὶ θὰ σ’ ἔχω ἐγὼ Ἀννίκα μου, ἐγώ, θὰ σ’ ἔχω καὶ κανεὶς ἄλλος. Μὲ θέλεις. Μὲ θέλεις Ἀννίκα, ναί, μὲ θέλεις, πές το πὼς μὲ θέλεις».
Στάθηκαν, τὴ βαστοῦσε ἀπ’ τὸ χέρι, καὶ τὴν κοίταζε στὸ σκοτάδι, ἐνῶ ἐκείνη εἶχε τὰ μάτια κατὰ γῆς.
«Ναί, μὰ δὲ θὰ πᾶς πιὰ ἐκεῖ, μακρυά, στὰ σφουγγάρια».
«Τὰ σφουγγάρια… νὰ τ’ ἀφήσω;»
«Ναί, ναὶ νὰ τ’ ἀφήσης. Δὲ θὰ μ’ ἀφήνης μονάχη, θὰ ζοῦμε μαζί, πάντα, δὲ θὰ εἶσαι βουτηχτής».
«Ὅ,τι θέλεις Ἀννίκα μου, γιατί… νὰ μὴν εἶμαι πιὰ βουτηχτής, δὲν ξέρω καμμιὰ ἄλλη τέχνη γιὰ νὰ κερδίζω. Πῶς θὰ ζήσωμε, ὅταν τελειώσουν τὰ χρήματά μας;»
«Ξέρω νὰ πλένω, θὰ γίνω πλύστρα».
Πέρασε σὰν ἀστραπὴ στὸ νοῦ του ἡ Γεώργαινα.
«Ὄχι, δὲν θὰ γίνης ποτέ, ὄχι. Θὰ βρῶ ἐργασία. Θὰ βρῶ. Θὰ κάνω ὅ,τι θέλεις, μὰ θὰ σ’ ἔχω Ἀννίκα μου… Μόνο ἄφησέ με φέτος γιὰ τελευταία φορὰ νὰ πάω».
«Μῆτσο ξέρεις τί θὰ κάνω;» - τὸν τράβηξε λίγο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ περπατοῦσαν σιγὰ πάλι -«Πᾶμε στὸ σπίτι καὶ θὰ πῶ στὸ θεῖο καὶ στὴ θεία πὼς δὲν παίρνω τὸ Γιάννη καὶ πὼς θέλω ἐσένα, πὼς δὲν θέλεις προίκα καὶ αὔριο θὰ σοῦ πῶ, τέτοια ὥρα, τί λέν. Ἂν δὲ θέλουν, θὰ ποῦμε αὔριο πὼς θὰ φύγωμε».
Πρὶν ἐπιστρέψουν στὸ σπίτι πέρασαν ἀπὸ ἕνα πιθαράδικο καὶ τῆς ἀγόρασε ὁ Μῆτσος μιὰ στάμνα σὰν τὴν ἄλλη.

* * * 

Ὅταν τὸ ἔμαθε στὸ καπηλειὸ ὁ Γιάννης ὁ Τσορὸς πὼς ἡ Ἀννίκα ἀγάπησε τὸ Μῆτσο, πὼς ὁ θεῖος της καὶ ἡ θεία της τὴν ἄφησαν νὰ τὸν ἀρραβωνιασθῆ, ἔβρισε ὅλους, καὶ μὲ φοβερὴ φωνὴ ἔκραζε τοῦ παιδιοῦ νὰ φέρη κρασί. Εἶχε μάτια ἄγρια, δὲν ἤξερε τί ἔκανε. Ἔτρεχε ἐδῶ κι’ ἐκεῖ, στὰ καπηλειά, μεθοῦσε, περνοῦσε φωνάζοντας ἀπ’ τὸ σπίτι τῆς Ἀννίκας τὴ νύκτα καὶ ἔβριζε, καὶ ἕνα βράδυ ποὺ εἶδε τὸ Μῆτσο στὸ δρόμο κόντεψαν νὰ πιαστοῦν, ἂν δὲν τοὺς βαστοῦσαν οἱ ἄλλοι.
 Ἀφοῦ δὲ ζητοῦσε προίκα ὁ Μῆτσος, ἀφοῦ εἶχε παράδες ὅσους καὶ ὁ Γιάννης τουλάχιστο, ἦταν καλὸς γαμπρός, καλλίτερος ἀπ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τούδιναν τὸ χωράφι. Καὶ γι’ αὐτό, χωρὶς νὰ σκεφθῆ πολλὴν ὥρα τῆς εἶπε ἡ θεία της γλυκά, τῆς Ἀννίκας:
«Ἀφοῦ τὸν ἀγαπᾶς, Ἀννίκα, πάρ’ τον», καὶ ὁ θεῖος:
«Μὰ τὸ ξέρεις καλὰ πὼς δὲ ζητᾶ τίποτε;»
«Θὰ μ’ ἔπαιρνε καὶ χωρὶς τὰ ροῦχα μου».
Αὐτό θὰ ἔπεισε τὸ θείο, γιατὶ εἶπε.
«Ἀφοῦ τὸν θέλεις πάρε τον, Ἀννίκα». Καὶ ὅταν ἦλθε τὸ ἄλλο βράδυ ὁ Γιάννης ὁ Τσορὸς τοῦ εἶπε:
«Καὶ τί δὲν τῆς κάναμε τῆς Ἀννίκας γιὰ νὰ σε πάρη. Δὲ σὲ θέλει τὸ κορίτσι. Άφησέ την, ἀγαπᾶ ἄλλον».

* * * 

Ἔκλαψε ὅταν ἀποχαιρέτησε τὸ Μῆτσο, ἡ Ἀννίκα. Τὴν εἶχε πιάσει ὁ παληός της φόβος γιὰ τοὺς βουτηχτάδες, καὶ τὸ βράδυ ἄναψε ἕνα κερὶ στὸ παρεκκλήσι του Άϊ Νικόλα, κεῖ πέρα, μακρυά, κοντὰ στὴ θάλασσα.
Τὴν άλλη μέρα ἦταν ἀρκετὰ ζωηρή, «Θάρθη σὲ λίγους μῆνες πίσω ὁ Μῆτσος, θὰ παντρευτοῦμε», ἔπλυνε τὰ ροῦχα μ’ εὐχαρίστησι, πῆγε ἀργὰ στὴ χώρα μὲ τὴ θεία της ν’ ἀγοράσουν λινὸ γιὰ μερικά της ροῦχα. Θὰ τὰ ράψη ἐκείνη μόνη της. Ἄλλες μέρες ἀνησυχοῦσε, ὅταν ἔβλεπε τὰ κύματα νὰ εἶναι μεγάλα καὶ ὁ ἀέρας δυνατός, ἀλλά ἦταν καλοκαίρι καὶ αὐτὸ δὲν γίνονταν συχνά. Τότε ἀνησυχοῦσε χωρὶς αἰτία.
Ἦλθεν ὁ Σεπτέμβριος κι’ ἦταν ὅλο χαρὲς κι’ ἐλπίδες ἡ Ἀννίκα.
Ἀργά, στὸ τέλος τοῦ μηνός, ἦλθεν ἡ πρώτη βάρκα. Ρώτησε ἂν εἶχαν δῆ τὸ Μῆτσο… Ὄχι, δὲν τὸν εἶχαν δῆ, ἔρχονταν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ἀπ’ τὴ Λαμπεδοῦσα· ὁ Μῆτσος ἤτανε στ’ Ἀλτζέρι.
Στὰ μέσα τοῦ Ὀκτωβρίου ἦλθαν κι’ ἄλλες βάρκες. Εἶχε πάει καλὰ τὸ ψάρεμα τῶν σφουγγαράδων φέτος, ἦταν ὅλοι εὐχαριστημένοι.
«Κι’ ὁ Μῆτσος;» ρωτοῦσε κάθε φορά ἡ Ἀννίκα. Ἕνας τὸν εἶχε δῆ τὸν Ἰούλιο στὰ νερὰ τοῦ Σφαξ, ἦταν στοῦ γερο-Νικόλα τὴ βάρκα μαζὶ μὲ τὸ Χρῆστο Γκίκα κι’ ἄλλους δύο, καὶ κοντὰ ἦταν κι’ ἡ βάρκα τοῦ Γιάννη τοῦ Τσοροῦ, ποὺ ψάρευε.
Στὶς δέκα ἑπτὰ τοῦ μηνὸς ἔτρεχε στὰ στόματα ὅλων ἡ φήμη πὼς ὁ Μῆτσος εἶχε πνιγῆ. Εἶχεν ἔλθει πίσω ἡ βάρκα τοῦ Γιάννη τοῦ Τσοροῦ.
Μιὰ μέρα τὸν Ἰούλιο τὸν ἔβγαλαν πνιγμένο τὸν Μῆτσο. Ὁ τελευταῖος ποὺ τὸν εἶχε δῆ ἦταν ὁ Γιάννης, γιατ’ ἦταν κι’ αὐτὸς μέσ’ στὴ θάλασσα ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ τράβηξε τὸ σχοινὶ λίγο πρὶν βγάλουν τὸ Μῆτσο. Δὲ φοροῦσε μηχανὴ ὁ Μῆτσος, πολὺ ὀλίγοι ἀπ’ τοὺς Αἰγινῆτες φοροῦν. Τὶς συνηθίζουν περισσότερο οἱ Καλυμνιῶτες, Σπετσιῶτες καὶ ἄλλοι. Δὲν εἶχε κανένα σημεῖο στὸ σῶμα του. Τὸ δεξί του μονάχα μελίγκι ἦταν ὀλίγο κόκκινο καὶ μαυρισμένο. Ἴσως χτύπησε σὲ κανένα βράχο. Κανεὶς δὲν κατέβηκε νὰ δῆ. Ἦταν φοβισμένοι ὅλοι, κι’ ἔπειτα τί ἔβγαινε νὰ βροῦν πῶς πέθανε ὁ Μῆτσος; Εἶχε πεθάνει ποὺ εἶχε πεθάνει. Καὶ τοῦ ἔδεσαν μιὰ πέτρα στὸ σῶμα του καὶ τὸν ἔβαλαν πάλι μέσ’ στὴ θάλασσα τὴ νύχτα· τὸ βάρος κατέβηκε καὶ χάθηκε στὰ μαῦρα νερά. Ὁ γερο-Νικόλας ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ πῆγαν κι’ ἔρριξαν ἄγκυρα παρὰ κάτω. Καμμιὰ φορὰ μαλλώνουν οἱ σφουγγαράδες στὸν πάτο τῆς θάλασσας, μαλλώνουν γιὰ κανένα μεγάλο σφουγγάρι καὶ χτυπιοῦνται. Μὰ μονάχα ὁ Γιάννης ὁ Τσορὸς ἦταν στὸ νερὸ μέσα, καί, ὅταν λίγες μέρες ἀργότερα τὸν ἀνέκρινε ὁ Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στὸ Σφαξ, εἶπε πὼς εἶδε ἕνα βουτηχτὴ κοντά του, μὰ δὲν ἤξερε ποιὸς ἦταν, οὔτε εἶχε σφουγγάρια σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἄλλα, παρὰ κάτι μικρὰ χωρὶς ἔννοια. Ὁ Πρόξενος ρώτησε ἂν κατέβηκε κανεὶς ἄλλος βουτηχτὴς ἀφοῦ ἔβγαλαν τὸν Μῆτσο γιὰ νὰ δῆ μήπως εἶχε τίποτε ἐκεῖ κάτω. Κανεὶς δὲν εἶχε κατεβῆ, εἶχε ἀρχίσει νὰ σκοτεινιάζη κείνην τὴν ὥρα. Ἔπειτα ρώτησε ὁ Πρόξενος τὸ γερο-Νικόλα γιατὶ δὲν ἔφεραν τὸ σῶμα τοῦ Μήτσου στὴ χώρα γιὰ νὰ γίνη ἡ νεκροψία. Ὁ γερο-Νικόλας ἀπάντησε πὼς ἦταν πολὺ ζέστη κι’ ἄρχισε νὰ βρωμᾶ τὸ σῶμα, καὶ ἦταν ἡ βάρκα μακρυὰ ἀπ’ τὴ χώρα. Κι’ ὁ Γιάννης ἐβεβαίωσε τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι μάρτυρες. Ὁ Πρόξενος, ἀφοῦ ἔκανε καὶ ἄλλες ἐρωτήσεις γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ Μήτσου, ἂν ἔπινε κ.τ.λ., ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα πὼς θὰ ἔπαθε ἀποπληξία ὁ Μῆτσος καὶ τελείωσεν ἡ ἀνάκρισις.
Δύο μέρες ὕστερα ἦλθε κι’ ἡ βάρκα του γερο-Νικόλα στὴν Αἴγινα καὶ ἐβεβαιώθηκε τὸ πράγμα καὶ ἔμαθαν οἱ Αἰγινῆτες περισσότερες λεπτομέρειες.
Ἡ Ἀννίκα, ὅταν τῆς εἶπαν τὰ νέα, ἦταν σὰν νὰ τὰ περίμενε, σὰν νὰ ἤξερε πὼς δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν σὲ καλό οἱ ἀρραβῶνες της, ἀφοῦ ἦταν βουτηχτὴς ὁ Μῆτσος. Ἔπεσε στὸ κρεββάτι της μπρούμυτα κι’ ἄρχισε νὰ κλαίη, νὰ κλαίη. Κι’ ἔξαφνα, σὰ νὰ θυμήθηκε κάτι, σὰ νὰ τῆς ἦλθε μιὰ ἰδέα, ἀλλόκοτη, τρομερή, σταμάτησε τὸ κλάμμα, σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι της ἀπ’ τὸ προσκέφαλο, τεντώθηκε λίγο στὰ χέρια της καὶ μὲ κλειστὰ μάτια ἐφώναξε μὲ τρεκλή, σιγανή φωνή. «Αυτός· αὐτὸς τὸν σκότωσε, αὐτὸς τὸν σκότωσε τὸ Μῆτσο μου» κι’ ἔπεσε πάλι στὸ κρεββάτι κι’ ἔκρυψε τὸ πρόσωπό της στὸ προσκέφαλο, καὶ τὸ δάγκανε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου